- αξυγκροτητος
- ἀξυγκρότητοςстароатт. = ἀσυγκρότητος См. ασυγκροτητος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αξυγκρότητος — ἀξυγκρότητος, ον (αντί ἀσυγκρότητος) (Α) 1. αυτός που δεν συγκολλήθηκε με σφυρί 2. μτφ. (για κωπηλάτη) αυτός που δεν εξασκήθηκε να κωπηλατεί ταυτόχρονα με τους άλλους 3. (για ύφος) χαλαρό, πλαδαρό, όχι πυκνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ξυγκροτώ… … Dictionary of Greek
ἀξυγκροτήτοις — ἀξυγκρότητος not welded together by the hammer masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)